20-20

20-20 | Το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί

6.30 π.μ.: Αισθάνομαι την ανάγκη να ξυπνήσω. Και να μην το κάνω, θα με αναγκάσει το ξυπνητήρι σε λίγα λεπτά. Τα βλέφαρά μου αρνούνται να σηκωθούν, αλλά όλο μου το σώμα βρίσκεται σε υπερένταση. Για κάποιο λόγο πιστεύει ότι η σημερινή μέρα είναι μια ευχάριστη και νέα εμπειρία. Δεν ξέρω για ποιο λόγο πήρα την απόφαση να το κάνω. Ίσως επειδή είμαι άπλιστη και θέλω όλο και περισσότερα. Αλλά αν ήμουν, θα επέλεγα να το κάνω με αυτόν τον τρόπο; Πόσο αξιολύπητη θα είμαι αν είναι όντως αλήθεια. Πρέπει να ξυπνήσω. Το κρύο νερό στο πρόσωπό μου προμηνύει τη συνέχεια της μέρας μου. Φούτερ, αθλητικά παπούτσια, σακίδιο στην πλάτη. Πρωινό στα όρθια για να προλάβω το λεωφορείο. Τρέχω στη στάση. Πρώτη μέρα στη δουλειά.

9.30 π.μ.: «Μια δουλειά που ποτέ δεν διάλεξα, αλλά με διάλεξε», παραδέχομαι στον εαυτό μου. Πάντα πίστευα ότι το πάνω μέρος του σώματός μου δεν είχε καθόλου δύναμη. Να που κάθε μέρα όμως ανακαλύπτεις και κάτι καινούργιο. Στα χέρια μου βρίσκεται ένα πάκο με έντυπα φυλλάδια και ένας χάρτης, ενώ το σακίδιο στην πλάτη μου κοντεύει να ξηλωθεί από το βαρύ περιεχόμενό του. Κι άλλα φυλλάδια φυσικά. Τουλάχιστον, με τραβάει πίσω και δεν καμπουριάζω. Προσπαθώ να προσανατολιστώ στην άγνωστη για εμένα γειτονιά που βρίσκομαι. Κάθε λεπτό και μια νέα οδός, μια νέα πόρτα, η ίδια βαρετή διαδικασία.

12.30 μ.μ.: Νιώθω ότι με παρακολουθούν. Όχι δε νιώθω, το ξέρω, με παρακολουθούν. Κάποιος «ανώτερος» που θέλει να δει αν γίνεται η δουλειά. Δεν τον κατηγορώ, κι εγώ αν ήμουν υπεύθυνη σε κάτι θα ήθελα να γνωρίζω ότι όλα βαίνουν καλώς. Αλλά για κάποιο λόγο στο μυαλό μου αυτός ο «ανώτερος» ονομάζεται ρουφιάνος. Προσπαθεί να είναι διακριτικός, αλλά εδώ και κάμποση ώρα ένα γκρι σαραβαλάκι κάνει τον γύρο του τετραγώνου. Δεν δίνω σημασία. Έπαψα να το κάνω ώρα τώρα. Άραγε πώς θα ήταν να σε απολύουν από διανομέα; «Λυπάμαι δεσποινίς μου, αλλά δεν κάνατε σωστό καταμερισμό του προϊόντος στους υποψήφιους πελάτες.». Calm your tits, dude.

15.30 μ.μ.: Ο ήλιος με έχει βαρέσει στο κεφάλι. 7 ώρες στο δρόμο και συνεχίζω.Τα γόνατα καίγονται, τα πέλματα μουδιασμένα, οι αγκώνες γεμάτοι κοψίματα και οι παλάμες μου γεμάτες μελάνι. Το πρόσωπό μου χωρίς κανένα συναίσθημα. Δεν θέλω να νιώσω κάτι. Μόνο η σκέψη με κουράζει. Σκυλιά γαβγίζουν άγρια αν πλησιάσεις την αυλή τους, το ίδιο και κάποιοι άνθρωποι. Άλλα πάλι κουνούν την ουρά τους περιμένοντας παρέα, όπως και οι περαστικοί που μου ζητούν έντυπο χαμογελώντας αμήχανα, για να με βοηθήσουν. Μιλάω στον εαυτό μου. Χαιρετώ τα ονόματα στα κουδούνια και γελάω μόνη μου. Δεν μπορώ άλλο. Δεν μπορώ να συνεχίσω. Η μαρκαρισμένη περιοχή στον χάρτη ατελείωτη. Κι εγώ παρόλα αυτά συνεχίζω μηχανικά. Για πόσο ακόμα;

17.00 μ.μ.: Αντικρίζω το κρεβάτι μου και θέλω να κλάψω. Πεινάω, διψάω, νυστάζω, βρωμάω. Αλλά εγώ θέλω να κλάψω. Να κλάψω για το πόσο άμαθο και κακομαθημένο είμαι. Για το πόσο αφελής ήμουν. Για το πόσο είχα υποτιμήσει την πραγματική δουλειά και την κούραση, αλλά και το θάρρος, το κουράγιο και τη θέληση που χρειάζεται για να τα βγάλεις πέρα. Κλάιω. Δεν πεινάω, δεν διψάω, δεν θέλω να κοιμηθώ. Θέλω να εξαφανιστώ. Πόσο μικρή αισθάνομαι. Και είναι μόνο η αρχή.

20-20 | Το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί
Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δημοφιλη

To Top