Σ΄ένα λεωφορείο – που αν το λέγαμε της πρέζας, θα επαναλαμβανόμασταν – μια βροχερή μέρα.
Κάθομαι σε μια τετράδα. Δίπλα μου μια κυρία (μένει στους καταυλισμούς των ανατολικών προαστίων) με το μωρό της στην αγκαλιά να τρώει γαριδάκια. Απέναντι μου, ένας άντρας και μια γυναίκα. Η γυναίκα πολύ έντονα ντοπαρισμένη. Ο άντρας, παρακαλεί τη γυναίκα να του δώσει γαριδάκια για τη γυναίκα, ναι, να πάρει γαριδάκια από το δίχρονο παιδί της και να τα δώσει σε αυτό το αντρόγυνο. Ύστερα μοιράζεται τα γαριδάκια με τη χούφτα της γυναίκας του (;) και το παιδί για λίγες στιγμές σταματάει να μασάει βλέποντας πως κάποιος παίρνει από το φαγητό του. Μετά από μερικές στάσεις, ο άντρας κατεβαίνει και οι δύο γυναίκες πιάνουν το διάλογο:
-Κοπέλα μου, σταμάτησε αυτά που παίρνεις σου κάνουν κακό.
-Το ξέρω.
-Άκουσέ με. Είμαι γύφτισσα και η ζωή μου είναι σκατά, αλλά έχω μια οικογένεια και είμαι χαρούμενη. Εσένα σε βλέπουν και γελούν. Αυτό θέλεις να γίνεται; Μια απόφαση είναι. Στην αρχή πονάς και το ζητάς και μετά είναι πιο δύσκολα και μετά είσαι καλά και ζεις. Αν δεν σταματήσεις, θα πεθάνεις και είναι κρίμα γιατί είσαι νέα.
-Ναι, είμαι 38.
-38 σημαίνει νέα. Σταμάτησέ το τώρα. Ό,τι κι αν τραβάς, δε λύνεται με αυτά που παίρνεις.
-Έχει πολύ κρύο σήμερα.
-Φοράς πολλά ρούχα. Εγώ δεν μπορώ τόσα πολλά. (η γυναίκα αυτή φοράει ένα φλοράλ φόρεμα με κοντά μανίκια).
-Ναι, δεν μπορώ. Κρυώνω. (Πάει να σηκωθεί και πέφτει. Την σηκώνουν δύο. Σήμερα σηκώθηκε.)
Η μητέρα μένει μόνη της και κοιτάζει δύο κυρίες που κάθονται δεξιά. Έχουν το τουπέ κολωνακιώτισσας, αν και ζουν στο Ίλιον. Ξεκινά διάλογος με μια από αυτές:
-Ε, κυρία! Κάτι μου θυμίζεις. Μήπως μένεις Πετράλωνα;
-Σου θυμίζω εγώ κάτι (με πολύ υφάκι). Από πού κι ως που; (Κάνει απαπαπα, και γυρίζει προς το παράθυρο).
-Πάντως είσαι γνώριμη φάτσα. (Δε γυρίζει ξανά προς το μέρος της.)