Στο πρώτο βαγόνι, πρωί Κυριακής, παίρνω το τρένο από την αφετηρία του. Όταν έχω τη δυνατότητα να μπω σ’ ένα άδειο βαγόνι επιλέγω πάντα την αρχή ή το τέλος του βαγονιού για να κάτσω σε θέση που δε θα διασταυρωθώ εύκολα με κάποιον που θα χρειάζεται τη θέση (το ξέρω ότι ακούγεται εγωιστικό αλλά το πρωί απολαμβάνω να έχω θέση στο τρένο, και να συνεχίζω τις πρωινές μου σκέψεις.) Κάθομαι λοιπόν «γαλαρία» και παραδίπλα κάθεται μια κυρία. Ανεβάζει αμέσως τα πόδια της στο απέναντι κάθισμα. Σε λίγο ανεβαίνει μια κοπέλα, πάει να κάτσει κοντά της αλλά απομακρύνεται. Η κυρία θυμωμένη της λέει: «Έκατσες μακριά γιατί είδες τα πόδια μου; Καθαρές είναι οι μπότες.» Η κοπέλα απαντά «όχι ούτε που το σκέφτηκα». Κοκκινισμένη από ντροπή κάθεται απέναντι μου, βάζει ακουστικά στ’ αυτιά και βγάζει να διαβάσει τον Κρίτωνα του Πλάτωνα. Γ’ Λυκείου, σκέφτηκα.
Στη συνέχεια, έρχονται να κάτσουν δύο άραβες, με τουρμπάνι στο κεφάλι. Η κυρία με τις καθαρές μπότες, εξαφανίστηκε σε κλάσματα δευτερολέπτων. Βλέπω τους άραβες, φαίνονται πολύ πιο περιποιημένη από την κυρία με τις μπότες. Το τρένο ξεκινάει. Ο ένας τους, βγάζει ένα μπουκάλι νερό, τυλιγμένο μέσα σε μια μπλε σακούλα. Ρακί, σκέφτηκα. Μα καλά, οι άραβες πίνουν όλη μέρα; (Ναι, μεταχειρίστηκα ένα στερεότυπο και δεν είμαι περήφανος γι’ αυτό.) Τελικά βγάζει από τη μικρή τσέπη της τσάντας του, ένα χάπι, το καταπίνει κι αμέσως πίνει νερό (κι όχι ρακί). Η διαδρομή ήταν ήσυχη.
(Τείνω να πιστεύω πως ο φόβος τρώει τα σωθικά. Δε βλέπουμε τους ανθρώπους, βλέπουμε τις ανασφάλειες μας.)