Σούξου -Μούξου

Φοβάμαι να εκφράσω τα συναισθήματά μου. Αξίζει όμως να ζω έτσι;

Κρυβόμαστε πίσω από λέξεις φοβούμενοι να βγούμε ένα βήμα μπροστά και να πούμε τα όσα νιώθουμε. Μένουμε σε καταστάσεις τελειωμένες με την ελπίδα ότι θα φέρουμε στην επιφάνεια ξανά πεθαμένες καληνύχτες και αισθήματα που έχουν φύγει. Ξεχνάμε να πούμε «Σ’ αγαπώ», «Μου λείπεις» γιατί φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε το χθες, καταστρέφοντας έτσι το αύριο. Ξεχνάμε ότι η ζωή μπορεί να παίξει τα πιο άσχημα παιχνίδια προκειμένου να σε φέρει αντιμέτωπο με όλα όσα φοβάσαι, σου πετάει ευκαιρίες και μετά σου λέει διάλεξε. Τι και αν φοβάσαι να διαλέξεις αυτό που θες πραγματικά.

Και τότε είναι που βλέπεις το παρελθόν σου, απέναντι σου να σε κοιτάζει επιβλητικά σχεδόν εχθρικά για όλα σου τα λάθη. Η θνητότητα μας εξαπλώνεται σε όλες τις φάσεις τις ζωής μας οδηγώντας μας να κάνουμε το ένα λάθος πίσω από το άλλο. Πληγώνουμε κα πληγωνόμαστε. Μπλέκουμε τα κορμιά μας σε έναν φαύλο κύκλο που δεν έχει τελειωμό και διαφυγή. Παρελθόν, παρόν και μέλλον γίνονται ένα κουβάρι στον κυκεώνα του χρόνου και η δαμόκλειος σπάθη βρίσκεται πάνω από το κεφάλι μας έτοιμη να πέσει. Όλα πάνω μας φωνάζουν φόβο και μυρίζουν αμφιβολίες. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το σάπιο από το καλό και πλανευόμαστε από χάρτινα κάστρα στην άμμο. Θέλουμε να βρούμε λύτρωση από τον πόνο της ψυχής μας δημιουργώντας και άλλο πόνο, σκοτώνοντας μας στην πυρά ενός έρωτα καταδικασμένου. Ξεριζώνουμε με τα ίδια μας τα χέρια τα φτερά μας και μετά ζητάμε να πετάξουμε μακριά. Μα δεν μπορούμε να πετάξουμε, δεν μπορούμε να φύγουμε όσο και αν το θέλουμε.

Και έπειτα αναρωτιόμαστε ποια να είναι αυτή η διαφυγή μας; Υπάρχει άραγε πραγματική διαφυγή από ένα χθες που θα μας κυνηγάει και από ένα αύριο που έχει ήδη γραφτεί; Αξίζει η προσπάθεια; Ερωτήματα που κρύβονται στις πιο σκοτεινές γωνιές του μυαλού μας και ξεπετάγονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα μπροστά μας για να μας τραβήξουν στο σκοτάδι τους ορίζοντας κατά αυτόν το τρόπο τις αποφάσεις μας.

Και τι γίνεται όταν ζητάμε μια ευκαιρία ακόμα, αυτήν την λυτρωτική ευκαιρία που μπορεί να μας οδηγήσει στο φως. Εκεί τα πράγματα μπερδεύονται σε ένα τανγκό μεταξύ φόβου και επιθυμίας, πάθους και απάθειας. Καβαλιέρος και ντάμα χορεύουν μανιασμένα, σχεδόν πάλλονται για το ποιος θα επιβληθεί, για το ποιος θα οδηγεί και το ποιος θα ακολουθεί. Φοβόμαστε να αφήσουμε τον άλλον να μας οδηγήσει, φοβόμαστε να αφεθούμε και υιοθετούμε μια ξένη για μας στάση. Πιέζουμε τον εαυτό μας να αλλάξει και αποτινάζουμε από πάνω μας αυτά που πιστεύουμε ότι ήταν η αιτία για να πληγωθούμε. Γινόμαστε η σκιά του εαυτού μας και φοράμε προσωπεία νομίζοντας πως έτσι θα προστατεύουμε. Χτίζουμε τοίχοι γύρω από τις σκέψεις μας και σκοτώνουμε με τα ίδια μας τα χέρια αυτά που νιώθουμε για να μη φανερωθούν και γίνουμε το στόχαστρο επιτήδειων που έχουν ως βορά τις αδυναμίες μας.

Αλλά αξίζει να ζούμε υπό την σκιά των φόβων μας; Πρέπει να καταλάβουμε πως δεν υπάρχει το ιδανικό σενάριο. ‘Ολα είναι κομμάτια ενός πάζλ που ποτέ δεν ολοκληρώνεται γιατί πάντα κάποιο κομμάτι λείπει, κάποιο έχει χαθεί ή έχει κλαπεί για να μπει άτσαλα στο παζλ κάποιου άλλου. Είναι αστείο το να νομίζεις ότι όλα έχουν μπει σε μια τάξη όταν γύρω σου κυριαρχεί η αταξία. Αταξία στο συναίσθημα, αταξία στη λογική, αταξία στις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν υπάρχει τάξη όταν έχεις μάθει να ζεις άτακτα, οπότε πως νομίζεις ότι υπάρχει τάξη; Εξάλλου η ζωή και το συναίσθημα δεν μπορούν να μπουν σε κουτάκια, δεν μπορεί να υπάρξει λογική στην λέξη νιώθω και αισθάνομαι. Όταν μπαίνει η λογική από την πόρτα της ζωής μας το συναίσθημα βγαίνει από το παράθυρο. Και ύστερα στον απολογισμό της ζωής μας όταν μετράμε τις στιγμές μας βλέπουμε πως αφήσαμε τα θέλω μας για τα «πρέπει», για τα «δεν μπορώ». Κάνεις δε σκέφτεται όμως πως το «δεν μπορώ» είναι ένα καλά κρυμμένο «φοβάμαι», φοβάμαι να αφεθώ, φοβάμαι να νιώσω. Η ζωή από δίπλα μας τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και από τις πολλές στάσεις που κάνουμε κινδυνεύουμε να τη χάσουμε. Από το φόβο να την ακολουθήσουμε την αφήνουμε να περάσει. Χάνουμε ευκαιρίες, χάνουμε ανθρώπους, σπαταλάμε στιγμές που δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε.

Ίσως τελικά να συνεχίσουμε να κρυβόμαστε επιμελώς πίσω από το δάχτυλό μας. Ίσως συνεχίσουμε να ζούμε με τα πρέπει μας και με τα φοβάμαι. Ίσως πάλι μπορέσουμε κάποια στιγμή να ζήσουμε πραγματικά και να σταθούμε θαρραλέα μπροστά στα όσα νιώθουμε και να αφεθούμε άνευ όρων αγκαλιάζοντας την καταστροφή μας. Δεν είναι πραγματική όμως αυτή η καταστροφή του «εγώ» μας, είναι ένωση με το «εσύ» που γίνεται «εμείς». Έπειτα αν πάψει να υπάρχει το «εμείς», ξαναγεννιέται το «εγώ» μέσα από τις στάχτες μας πιο σίγουρο και πιο δυνατό έτοιμο να ξαναπέσει στην ατέρμονη μάχη που λέγεται ζωή.

Φοβάμαι να εκφράσω τα συναισθήματά μου. Αξίζει όμως να ζω έτσι;
Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δημοφιλη

To Top