20-20

20-20 | Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια, αλλά για πόσο ακόμα;

Ξύπνημα από την καμπάνα της εκκλησίας και περήφανα κοκόρια. Πρωινό άφαντο την κουζίνα, ούτε γάλα, ούτε μερέντα, ούτε τσουρέκι. Νηστεία. Δεν βαριέσαι, μια εβδομάδα είναι. Καφές και τηλεόραση. Ατελείωτο ζάπινγκ ανάμεσα σε παλιές ελληνικές σειρές και ξένες ταινίες για το Χριστό, το Νόα, τον Μωάμεθ, τη Σάρα και τη Μάρα. Μέχρι να έρθει το μεσημέρι, να βρεις κάτι νερόβραστο στο τραπέζι και έπειτα να πέσεις πεινασμένος για τον καθιερωμένο απογευματινό ύπνο «της μίας ώρας» που διαρκεί 4ωρο. Το απόγευμα θα βγεις με τα ξαδέρφια που έχεις να δεις αιώνες για καφέ, φαγητό και πιο αργά για ποτό, ώστε να καταλήξεις πάλι σπίτι να δεις τη σειρά του (φιλαράκο μας πλέον) Τζεφιρέλι και να κλαις με τη μάνα σου στον καναπέ. Bonus: ολιγόλεπτες επισκέψεις στην εκκλησία για χάρη της γιαγιάς.

Μέχρι να έρθει το ΣΚ του Πάσχα, να φας όλο το κρέας που μπορεί να χωρέσει το στομάχι σου. Να τσουγκρίσεις ατελειώτα αβγά και να χάνεις πάντα (κανόνας:  ο σπαστικός της οικογένειας κερδίζει πάντα, όπως με το φλουρί). Να το παίζεις δίπορτο ανάμεσα σε cola και σόδα για να χωνέψεις, ενώ υπόσχεσαι στον εαυτό σου δίαιτα με την πετσούλα στο στόμα. Να ακούς ιστορίες από τα παππούδια σου που ξέρεις πλέον απ΄έξω, τις θείες σου να εύχονται σε κάθε γουλιά κρασί που πίνεις να βρεις ένα καλό παλικάρι και τους άντρες του τραπεζιού να κάνουν  διαγωνισμό για το καλύτερο ψήσιμο.

Καλωσήρθες στην Μεγάλη Εβδομάδα. Κάθε χρόνο τα ίδια, το γνωρίζεις ήδη όταν πακετάρεις τη βαλίτσα σου. Τραβάει χρόνια αυτή η κολώνια και απ΄όσο ξέρεις δεν πρόκειται να αλλάξει. Κοιτάζω γύρω μου και όλα είναι ίδια, το σπίτι, η αυλή, τα ποδήλατά μας παρατημένα στο ίδιο σημείο, οι άβολες καρέκλες στις καφετέριες. Όλα ίδια. Αλλά οι άνθρωποι;

Η γιαγιάκα μου «μάζεψε», ο παππούς μου «άσπρισε» ακόμα πιο πολύ, οι ρυτίδες στα πρόσωπά τους είναι πλεόν πιο έντονες. Η γιαγιά που δεν μπορεί να φτιάξει 50 φαγητά για να μας περιποιηθεί όλους (κάνει 49). Ο παππούς μου δεν σκαλίζει τον κήπο καθημερινά ακόμα κι αν δεν χρειάζεται φροντίδα, δεν λύνει 100 σταυρόλεξα, κουράζεται στο 99ο. Τα ξαδέρφια μου συνεχίζουν να ψηλώνουν, όσο εγώ παραμένω πιστά στο 1.50 και δεν πάμε για ύπνο μετά την Ανάσταση. Βάζουμε τους μεγάλους για ύπνο και πάμε για ποτάκι. Οι θείες μου δεν απευθύνονται σε εμένα σαν μωρό, αλλά ρωτούν τα γκομενικά μου άνετες και κυριλάτες, υπόσχονται μάλιστα να μην πουν τίποτα στη μαμά μου (τα επόμενα λεπτά, μόλις φύγω θα πέσει η αναφορά).

Οι απουσίες πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο. Άλλος κανόνισε να πάει στους κουμπάρους του στην Πάρο, άλλος μας «πούλησε» για το άλλο σόι, άλλος κανόνισε με τα παιδιά από τη σχολή να πάνε σε κάποιο εξωχικό, ενώ άλλος φέρνει νέα μέλη στο τραπέζι μας χωρίς να ρωτήσει. Σπάνια πια μαζευόμαστε η παλιά παρέα. «Λίγοι και καλοί», λέμε μυστικά μεταξύ μας, αλλά ξέρουμε ότι εμείς απλά μείναμε πίσω.

«Καλά, θες να με κουβαλήσεις πάλι χωριό, ρε πατέρα; Κάθε χρόνια τα ίδια και τα ίδια, να πούμε!». Ναι, αλλά για πόσο ακόμα; Πόσο ακόμα θα μαζευόμαστε οικογενειακά πριν ακόμα άλλο ένα μέλος μας αφήσει, ίσως και για πάντα; Τα σκέφτομαι όλα αυτά όσο ακούω για χιλιοστή φορά την ιστορία που η γιαγιά μου καβάλησε ένα δελφίνι στα νιάτα της. Κουνάω καταφατικά το κεφάλι και της χαμογελάω. Και του χρόνου γιαγιά, και του χρόνου!

20-20 | Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια, αλλά για πόσο ακόμα;
Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δημοφιλη

To Top