Κοινωνικά

Η Αλίκη στη χώρα των Αστέγων

Κάτι τα Σαββατιάτικα κρασιά, κάτι η κούραση της πολύωρης ορθοστασίας, καταλήξαμε με την παρέα μου σε ένα παγκάκι ανάμεσα σε λουλούδια και πολυπερπατημένα πλακόστρωτα σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Και εκεί, καθώς παρατηρούσα τα χρώματα του ουρανού να αλλάζουν ενώ ξημέρωνε και εγώ ένιωθα αρκετά μεγάλη πια φορώντας αντί για πυτζάμες ένα καπνισμένο δερμάτινο, τα μάτια μου έπεσαν σε ένα ανασηκωμένο κεφάλι που κοιτούσε διακριτικά προς το μέρος μας. Τότε σταμάτησε η ρομαντική ενδοσκόπηση και προσγειώθηκα απότομα στην πραγματικότητα. Το κεφάλι δε διαμαρτυρήθηκε που εμείς διακόπταμε τον ύπνο του με τις φωνές και τα γάργαρα γέλια  μας. Ούτε μας είπε κάτι που με το έτσι θέλω καθίσαμε δίπλα του χωρίς να σεβαστούμε την ώρα και το μέρος. Το κεφάλι αυτό ξαναέκλεισε τα μάτια και στράφηκε αλλού.

Η αλήθεια είναι ότι άστεγο δεν έβλεπα συχνά τόσο χρόνια. Θέλεις η μικρή πόλη στην οποία μεγάλωσα, θέλεις η απουσία της οικονομικής κρίσης τον προηγούμενο καιρό, τα μάτια μου δεν είχαν εκπαιδευτεί σε ένα τέτοιο θέαμα. Μπορεί δηλαδή να έβλεπα κάποιον κύριο ή κυρία ως επαίτη στη μέση του δρόμου, αλλά πάντα πίστευα ότι όταν πέφτει το σούρουπο, όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα υποτυπώδες έστω σπίτι ή κάποιο χώρο σαν ίδρυμα για να κοιμηθούν. Κάποιος, κάπου θα τους νοιάζεται, έλεγα. Έστω ένα πιάτο φαγητό και ένα στρώμα θα το έχουν. Τι ουτοπικά που είναι όλα αυτά. Τώρα που τα βλέπω γραμμένα, γελάω με την απερισκεψία μου. Ίσως να φταίνε τα πολλά παραμύθια ή η νεανική αισιοδοξία.

Αλλά εκείνο το βράδυ είδα ότι τα πράγματα είναι αλλιώς. Ο κύριος που περιγράφω είχε δύο σακούλες και μια στοιχειώδη κουβέρτα ως τα μόνα υπάρχοντα του. ΤΑ ΜΟΝΑ. Και τότε άρχισαν τα παιχνίδια με τα μαθηματικά: Εάν οι σακούλες είναι δύο θα έχει στη μία φαγητό και στην άλλη ρούχα. Όχι, μάλλον στη μία ρούχα και στην άλλη φωτογραφίες από τότε που είχε σπίτι, οικογένεια ή γενικότερα παρελθόν που δεν έμπαζε κρύο από τις χαραμάδες του. Δεν μπόρεσα να κατασταλάξω και εκείνος είχε ήδη αποσύρει τα μάτια του ως ένδειξη ντροπής. Ήθελα να καγχάσω και να του πω ότι «ΕΓΩ ντρέπομαι που σε βλέπω να κοιμάσαι στο πεζούλι, το ίδιο πεζούλι που μικροί μαθητές ζωγραφίζουν και ζώα μιαίνουν, και δεν κάνω ΤΙΠΟΤΑ. Το μόνο που κάνω είναι να παραπονιέμαι γιατί το κινητό μου κολλάει ή γιατί έχει καεί η λάμπα της πολυκατοικίας και κανείς δεν ενδιαφέρεται.»

Βγήκα βίαια από την περισυλλογή, γιατί άκουσα μέλος της παρέας μου να ψιθυρίζει με παράπονο, πόσο θα ήθελε να έχει δικό του σπίτι και όχι να συγκατοικεί με τους δικούς του. Στη λέξη ΣΠΙΤΙ το κεφάλι ανασηκώθηκε και έμεινε να μας κοιτάει. Ήταν η δική μου σειρά να ντραπώ και να χαμηλώσω το βλέμμα. Κοίταξα τα μουτζουρωμένα παπούτσια μου και επίτηδες δεν απαντούσα στο αίτημα για ένα ΠΑΡΑΠΑΝΩ σπίτι.

Το βράδυ εκείνο υποσχέθηκα ότι δε θα κοιμηθώ ποτέ ξανά σαν αστερίας, αλλά θα αφήνω πάντα κενή τη δεξιά πλευρά του κρεβατιού. Έτσι, προς τιμήν κάθε άστεγου που έχει ξεχάσει πώς είναι να μυρίζει το φρεσκοπλυμένο σεντόνι της μαμάς ή το ξύπνημα με σημάδια σε σχήμα μαξιλαριού.

Η Αλίκη στη χώρα των Αστέγων
Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δημοφιλη

To Top