Daily Yang

Το δώρο που κρατάς στα χέρια σου

Κάποτε μου χάρισαν ένα δώρο. Δε ξέρω γιατί μου το χάρισαν, γιατί δεν ήμουν και τόσο καλό παιδί εκείνη τη χρονιά, ούτε ξέρω γιατί το χάρισαν σε μένα και όχι σε κάποιο άλλο παιδί. Ξέρω μόνο ότι μου το χάρισαν οι γονείς μου, και ήταν τόσο ευτυχισμένοι όταν μου το έδιναν. «Αυτό είναι δικό σου»μου είπαν, «πάρ’το και κάν’το ό,τι θέλεις».

Μόλις το πήρα στα χέρια μου, χάρηκα! Ήταν όμορφο, αστραφτερό και γεμάτο από ζωηρά χρώματα. Είχε κόκκινο, ροζ, μωβ, γαλάζιο σαν τον ουρανό και μαύρο σε κάποια σημεία. Ήταν περίεργη η σύνθεση των χρωμάτων, αλλά εμένα μου άρεσε. Δεν ήξερα ακριβώς πώς να παίξω μαζί του, αλλά οι γονείς μου επέμεναν ότι είχε πολλές χρήσεις και ότι πρέπει να το μοιραστώ με τους φίλους μου.

Στην αρχή το επεξεργαζόμουν γεμάτος περιέργεια και ενθουσιασμό. Σκεφτόμουν τρόπους να το χρησιμοποιήσω, να κάνω πλάκες με τους φίλους μου, να παίξω μαζί του στο πάρκο, στη θάλασσα, στο βουνό. Αυτό θα κυλούσε στις πεδιάδες και θα τις γέμιζε χρώματα.

Όμως εκεί που καθόμουν μού γεννήθηκε μια σκέψη. Κι αν έσπαγε; Κι αν το έχανα; Κι αν μου το έπαιρναν τα άλλα παιδιά και δεν το ξανάβλεπα ποτέ; Έτσι αποφάσισα, να το κρύψω καλά καλά στο δωμάτιό μου μέσα σε ένα μεγάλο κουτί και να το χρησιμοποιήσω μόνο όταν νιώθω πραγματικά υπεύθυνος και σίγουρος ότι μπορώ να το χρησιμοποιήσω χωρίς να το χαλάσω.

Οι γονείς μου ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί το είχα στο κουτί. Στενοχωριόντουσαν που δεν έπαιζα μαζί του, και νόμιζαν πως δε μου άρεσε. Δεν ήξεραν όμως ότι εγώ το έκρυβα για να το προστατεύσω.

Πέρασαν χρόνια πολλά, το δώρο έμεινε στο κουτί του και εγώ το φύλαγα κάθε μέρα, μην το πειράξει κανείς και χαλάσει. Του έδινα μια κλεφτή ματιά κάθε πρωί και κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Έτσι κοιμόμουν ήσυχος. Ώσπου μια μέρα, ένα συνηθισμένο πρωινό, άνοιξα το κουτί να το δω. Ήταν εκεί, όμως ήταν αλλιώτικο. Τα χρώματά του είχαν ξεθωριάσει, δεν έβλεπα καθόλου ροζ, ούτε κόκκινο πια. Μόνο λίγο μωβ είχε μείνει, και μαύρο. Όλο το υπόλοιπο είχε γίνει γκρι. Το πήρα στα χέρια μου να δω τι συνέβη, όμως αυτό γλίστρησε και έσπασε σε χίλια κομμάτια.

Για μέρες κατηγορούσα τον εαυτό μου που ήμουν απρόσεκτος. Δεν έπρεπε να το’ χα βγάλει από το κουτί, αφού δεν ήμουν υπεύθυνος ακόμη να το χρησιμοποιήσω. Ακόμη όμως δεν είχα κατάλαβει γιατί είχαν αλλάξει τα χρώματά του. Αφού το κοιτούσα κάθε μέρα από δύο φορές, πώς και γιατί άλλαξε χρώμα; Εμένα δε μου άρεσει το γκρι.

Πέρασαν χρόνια, και βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο. Εκεί γνώρισα την Μαρία, μια κοπέλα διαφορετική απ’ όλες τις άλλες. Την πρόσεξα από την πρώτη στιγμή. Την ερωτεύτηκα αμέσως. Είχε γαλάζια μάτια, τα μαλλιά της ήταν κοντά και έπεφταν ανέμελα στους ώμους της.

Μια μέρα που πήγα σπίτι της, μου έδειξε μια πορσελάνινη κούκλα της. Της την είχε φέρει ο μπαμπάς της από ένα μακρινό ταξίδι του όταν ήταν πέντε ετών και την είχε ακόμη. Της είπα την ιστορία μου για το δώρο των γονιών μου, που ως δια μαγείας άλλαξε χρώματα και γέλασε. Γέλασε σα να ήξερε κάτι που εγώ αγνοούσα μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Μου έδωσε την κούκλα της να την κρατήσω.

Μα δε φοβάσαι; της είπα.

-Τι;

-Μην την σπάσω. Μη στη χαλάσω, τη φυλάς τόσα χρόνια.

-Δεν τη φύλαξα ποτέ.

Και πώς διατηρείται ακόμη; Τα χρώματά της είναι ακόμη ζωντανά σα να την πήρες χθες.

-Δεν τη φυλάκισα ποτέ. Δεν την έκλεισα ποτέ σε ένα κουτί από φόβο μη μου χαλάσει ή μην μου την πάρουν τα άλλα παιδιά. Κάποια στιγμή ναι, είχε σπάσει, αλλά της κόλλησα το χέρι και τώρα βλέπεις; Να, δε φαίνεται τίποτα!

-Κι αν τη σπάσω εγώ τώρα;

-Τι κι αν σπάσει τώρα; Μαζί της έχω κάνει τα πιο όμορφα παιχνίδια. Αν την κρατήσω φυλακισμένη τότε σίγουρα το χαμόγελό της θα σβηστεί. Όπως άλλαξε χρώμα το δώρο σου.

-Τι σχέση έχει το δώρο μου;

-Το κρατούσες φυλακισμένο τόσα χρόνια από φόβο. Φόβο μη σπάσει, μη στο πάρουν. Φόβο πως δεν είσαι έτοιμος να παίξεις μαζί του. Το έκλεισες σε ένα κουτί, και αυτό στεναχωρήθηκε. Νόμιζε πως δεν το’ θελες για παιχνίδι σου. Έτσι μαράζωνε μέρα με τη μέρα. Εσύ το έβλεπες ίδιο όταν το κοιτούσες αλλά δεν ήταν. Αλλοιωνόταν κάθε μέρα ελάχιστα, αλλά εσύ δεν το έβλεπες. Ώσπου μια μέρα έγινε γκρι από τη θλίψη του. Και τι κέρδισες; Να μην έχεις χάρει κανένα παιχνίδι μαζί του.

Έτσι είναι και η ζωή μας. Σαν το δώρο. Την κρατάμε κλειδωμένη σε ενα κουτί, από φόβο μην πάθουμε κάτι, μην πληγωθούμε, μη χαλασούμε το δώρο μας, όμως αυτή περνάει, δεν το καταλαβαίνεις κάθε μέρα, αλλά μια στιγμή κοιτάς πίσω και όλα είναι αλλιώς. Είναι γκρι. Πάρε το πολύχρωμο δώρο στα χέρια σου και παίξε μαζί του για όσο κρατήσει… Τι κι αν σπάσει;

Γράφει η Κωνσταντίνα Τσανήρα

Το δώρο που κρατάς στα χέρια σου
Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δημοφιλη

To Top